ἀποτελουμένου

ἀποτελουμένου
ἀποτελέω
bring to an end
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
ἀποτελέω
bring to an end
fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric)
ἀποτελέω
bring to an end
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλιμπότης — παλιμπότης, ὁ (Α) είδος διπλού ποτηριού αποτελούμενου από δύο ενωμένα στις βάσεις ποτήρια ώστε να δέχεται υγρό και από τις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πότης (< πίνω), πρβλ. συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • σιγμαμυκίνη — η, Ν (φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος, αποτελούμενου από δύο αντιβιοτικά, την τετρακυκλίνη και την ολεανδομυκίνη, το οποίο είναι δραστικό εναντίον τών θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ μικροβίων …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομετεωρίτης — ο, Ν αστρον. τύπος μετεωρίτη αποτελούμενου από σίδηρο με μικρή περιεκτικότητα νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ironmeteorite < iron «σίδηρος» + meteorite (βλ. λ. μετεωρίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …   Dictionary of Greek

  • φυσούνα — η, Ν 1. φυσερό 2. κοινή ονομασία διάταξης καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερό («λεωφορείο με φυσούνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • χαουαρδίτης — ο, Ν (αστρον. ορυκτ.) τύπος λιθομετεωρίτη αποτελούμενου από τα ορυκτά ορθοπυρόξενο, πλαγιόκλαστο και ολιβίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. howardite] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”